- σίμβλους
- σίμβλοςbeehivemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ARISTAEUS — I. ARISTAEUS Apollinis (Cicero 6. Ver. dicit, Bacchi) ex Cyrene filia Penei Regis Arcadiae fil. hic deinde in Arcadia regnavit. Hunc primum apum et mellis usum, lactisque coagulum demonstravisle, usumque olei, et alia quamplurima adinvenisle… … Hofmann J. Lexicon universale
μελίπαις — μελίπαις, αιδος, ὁ (Α) φρ. «μελίπαις σίμβλος» η κυψέλη μαζί με τα μελιτοφόρα τέκνα της, δηλ. με τις μέλισσες («ἔρρ ἐπὶ σοὺς μελίπαιδας ὄποι ποτέ, δραπέτι, σίμβλους», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + παῖς (πρβλ. καλλί παις)] … Dictionary of Greek
σίμβλος — ὁ, και σίμβλον, τὸ, Α 1. η κυψέλη, το κοφίνι τού μελισσιού (α. «ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους», Ησίοδ. β. «διὸ καὶ εἰς σίμβλου τότε ἐξαιρετέον τὸν κηρόν», Αριστοτ.) 2. φρ. «σίμβλος χρημάτων» μτφ. χρηματικά αποθέματα, κομπόδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ … Dictionary of Greek